τεράτωμα

τεράτωμα
το, Ν
βιολ. μικτός όγκος αποτελούμενος από ιστούς και σχηματισμούς ποικίλης προελεύσεως και ωριμότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. teratoma (< τέρας, -ατος + -ωμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τερατομορφία — η, ΝΜ η ιδιότητα τού τερατόμορφου, το να έχει κανείς ή κάτι τη μορφή τέρατος νεοελλ. ιατρ. α) βαριά ανωμαλία στη διάπλαση ενός ατόμου β) (βοτ. φυτοπ.) σημαντική μορφολογική ανωμαλία που παρουσιάζεται σε ένα φυτό και μπορεί να οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • τριδέρμωμα — το, Ν ιατρ. τεράτωμα, εντοπιζόμενο κυρίως στις ωοθήκες ή τους όρχεις, το οποίο παρουσιάζει παράγωγα στοιχεία τών τριών βλαστικών δερμάτων τού εμβρύου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”